- μινυθικός
- μῐνῠθ-ῐκός, ή, όν,A reducing,
μαλάγματα Cael.Aur.TP1.39
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μαλάγματα Cael.Aur.TP1.39
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μινυθικός — μινυθικός, ή, όν (Α) [μινύθω] αυτός που έχει την ιδιότητα να σμικρύνει, να ελαττώνει … Dictionary of Greek